-
1 βλυζω
βλύσσω и βλύω (атт. Plat. v. l. βλύττω)(aor. ἔβλυσα)
1) бить ключом, обильно литься(μέλι βλύττει Plat. - v. l. βλίττεται; μέθυ βλύζων Anth.)
2) клокотать, пениться
1 βλυζω
(aor. ἔβλυσα)
(μέλι βλύττει Plat. - v. l. βλίττεται; μέθυ βλύζων Anth.)